- περιδεικνύω
- περιδεικνύω,A demonstrate,
ἐπιλογιστικῶς ὅτι . . Phld.Lib. p.14
O.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιλογιστικῶς ὅτι . . Phld.Lib. p.14
O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιδεικνύω — Α αποδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεικνύω «δείχνω»] … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek